πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική lornetka lornetki
γενική lornetki lornetek
δοτική lornetce lornetkom
αιτιατική lornet lornetki
οργανική lornet lornetkami
τοπική lornetce lornetkach
κλητική lornetko lornetki

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɔrˈnɛtka/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lornetka (pl) θηλυκό