Ετυμολογία

επεξεργασία
litanie < letanie < εκκλησιαστική λατινική litania < λιτανεία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.ta.ni/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
litanie litanies

litanie (fr) θηλυκό

  1. η λιτανεία, προσευχή κατά τη λειτουργία όπου όλες οι παρακλήσεις ακολουθούνται από μερικές λέξεις που επαναλαμβάνονται κάθε φορά από το εκκλησίασμα
     συνώνυμα: chant, prière
  2. η λιτανεία, μακριά και μονότονη σειρά (αιτήσεων, παραπόνων, κλπ.)
     συνώνυμα: énumération, obsession, répétition