litanie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- litanie < letanie < εκκλησιαστική λατινική litania < λιτανεία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
litanie | litanies |
litanie (fr) θηλυκό
- η λιτανεία, προσευχή κατά τη λειτουργία όπου όλες οι παρακλήσεις ακολουθούνται από μερικές λέξεις που επαναλαμβάνονται κάθε φορά από το εκκλησίασμα
- η λιτανεία, μακριά και μονότονη σειρά (αιτήσεων, παραπόνων, κλπ.)