énumération
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
énumération | énumérations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαénumération (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη énumérer
Δείτε επίσης : enumeration |
ενικός | πληθυντικός |
énumération | énumérations |
énumération (fr) θηλυκό