Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική lekarstwo lekarstwa
γενική lekarstwa lekarstw
δοτική lekarstwu lekarstwom
αιτιατική lekarstwo lekarstwa
οργανική lekarstwem lekarstwami
τοπική lekarstwu lekarstwach
κλητική lekarstwo lekarstwa

  Ετυμολογία επεξεργασία

lekarstwo < ρήμα leczyć

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lɛˈkarstfɔ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lekarstwo (pl) ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία