lénitif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lénitif < μεσαιωνική λατινική lenitivus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lénitif | lénitifs |
θηλυκό | lénitive | lénitives |
lénitif (fr)
- (ιατρική) πραϋντικός
- (μεταφορικά και λόγιο) κατευναστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lénitif | lénitifs |
lénitif (fr) αρσενικό
- κάτι που είναι πραϋντικό