• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

lénifiant

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Αντώνυμα

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

lénifiant < lénifier

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /le.ni.fjɑ̃/

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό lénifiant lénifiants
θηλυκό lénifiante lénifiantes

lénifiant (fr)

  1. (ιατρική) πραϋντικός
    ≈ συνώνυμα: calmant, lénitif
    ≠ αντώνυμα: irritant
  2. (μεταφορικά) κατευναστικός, παρηγορητικός· απατηλός
    déclaration lénifiante - πραϋντική δήλωση
    ≈ συνώνυμα: calmant, adoucissant
    ≠ αντώνυμα: énervant, irritant

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • lénifiant
  • lénifier

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • irritant
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=lénifiant&oldid=5305526"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 11:19
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 11:19.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie