lénifiant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lénifiant < lénifier
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.ni.fjɑ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lénifiant | lénifiants |
θηλυκό | lénifiante | lénifiantes |
lénifiant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lénifiant | lénifiants |
θηλυκό | lénifiante | lénifiantes |
lénifiant (fr)