• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

lénifier

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικά

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
lénifier < (άμεσο δάνειο) δημώδης λατινική lenificare

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.ni.fje/

Ρήμα

επεξεργασία

lénifier (fr)

  1. (ιατρική) καταπραΰνω
    ≈ συνώνυμα: calmer
    ≠ αντώνυμα: irriter
  2. (μεταφορικά και λόγιο) κατευνάζω
    ≈ συνώνυμα: adoucir
    ≠ αντώνυμα: aggraver, aigrir, aviver, déchaîner, durcir, échauffer, enflammer, exciter, irriter, stimuler

Συγγενικά

επεξεργασία
  • lénifiant
  • lénifier
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=lénifier&oldid=5305528"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 11:20

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • Malagasy
    • Tiếng Việt
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 11:20.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας