Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lénifier
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
lénifier
< (
άμεσο δάνειο
)
δημώδης λατινική
lenificare
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
le.ni.fje
/
Ρήμα
επεξεργασία
lénifier
(fr)
(
ιατρική
)
καταπραΰνω
≈
συνώνυμα
:
calmer
≠
αντώνυμα
:
irriter
(
μεταφορικά
και
λόγιο
)
κατευνάζω
≈
συνώνυμα
:
adoucir
≠
αντώνυμα
:
aggraver
,
aigrir
,
aviver
,
déchaîner
,
durcir
,
échauffer
,
enflammer
,
exciter
,
irriter
,
stimuler
Συγγενικά
επεξεργασία
lénifiant
lénifier