Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό adoucissant adoucissants
θηλυκό adoucissante adoucissantes

adoucissant (fr)

  1. καταπραϋντικός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
adoucissant adoucissants

adoucissant (fr) αρσενικό

  1. το μαλακτικό, προϊόν που χρησιμοποιείται στο τέλος του πλυσίματος ρούχων για να τα κάνει πιο απαλά

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη adoucir