Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό stimulant stimulants
θηλυκό stimulante stimulantes

stimulant (fr)

  1. διεγερτικός
  2. ερεθιστικός, ενθουσιαστικός, ενθαρρυντικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stimulant stimulants

stimulant (fr) αρσενικό

  1. κίνητρο, ερέθισμα