kropka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kropka | kropki |
γενική | kropki | kropek |
δοτική | kropce | kropkom |
αιτιατική | kropkę | kropki |
οργανική | kropką | kropkami |
τοπική | kropce | kropkach |
κλητική | kropko | kropki |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkropka (pl) θηλυκό