kompanio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kompanio | kompanioj |
αιτιατική | kompanion | kompaniojn |
kompanio (eo)
- συγκρότημα, ομάδα, γκρουπ
- εταιρεία (συνήθως ως β' συνθετικό)
- flugkompanio, αεροπορική εταιρεία