petrolkompanio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petrolkompanio | petrolkompanioj |
αιτιατική | petrolkompanion | petrolkompaniojn |
petrolkompanio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petrolkompanio | petrolkompanioj |
αιτιατική | petrolkompanion | petrolkompaniojn |
petrolkompanio (eo)