naftokompanio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naftokompanio | naftokompanioj |
αιτιατική | naftokompanion | naftokompaniojn |
naftokompanio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naftokompanio | naftokompanioj |
αιτιατική | naftokompanion | naftokompaniojn |
naftokompanio (eo)