Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kanapka kanapki
γενική kanapki kanapek
δοτική kanapce kanapkom
αιτιατική kanap kanapki
οργανική kanap kanapkami
τοπική kanapce kanapkach
κλητική kanapko kanapki

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kanapka (pl) θηλυκό

  1. συνηθισμένο πρόχειρο είδος σάντουιτς με μία μόνο φέτα ψωμί
  2. μικρός καναπές, καναπεδάκι