πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kanapka kanapki
γενική kanapki kanapek
δοτική kanapce kanapkom
αιτιατική kanap kanapki
οργανική kanap kanapkami
τοπική kanapce kanapkach
κλητική kanapko kanapki

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kanapka (pl) θηλυκό

  1. συνηθισμένο πρόχειρο είδος σάντουιτς με μία μόνο φέτα ψωμί
  2. μικρός καναπές, καναπεδάκι