Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kanalizacja kanalizacje
γενική kanalizacji kanalizacji(/kanalizacyj)
δοτική kanalizacji kanalizacjom
αιτιατική kanalizac kanalizacje
οργανική kanalizac kanalizacjami
τοπική kanalizacji kanalizacjach
κλητική kanalizacjo kanalizacje

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kanalizacja (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις kanał και pl