Δείτε επίσης: Kösem

  Ετυμολογία

επεξεργασία
kösem < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική كوسم [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κεσέμι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /cɶˈsem/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kösem (tr)

  1. το κεσέμι, το κριάρι ή ο τράγος που οδηγεί το κοπάδι προπορευόμενος
     συνώνυμα: kösemen
  2. μεγάλο κριάρι ή τράγος που πολεμάει
     συνώνυμα: kösemen
  3. (μεταφορικά) o οδηγός, ο καθοδηγητής, ο χειραγωγός
     συνώνυμα: kılavuz, kösemen, rehber
  4. (μεταφορικά) ηγετική μετοχή στο χρηματιστήριο
     συνώνυμα: kösemen
  5. δείτε και το γυναικείο όνομα Kösem

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. kösem - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  • kösem -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr