Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική infekcja infekcje
γενική infekcji infekcji(/infekcyj)
δοτική infekcji infekcjom
αιτιατική infekc infekcje
οργανική infekc infekcjami
τοπική infekcji infekcjach
κλητική infekcjo infekcje

  Ετυμολογία επεξεργασία

infekcja < (άμεσο δάνειο) γερμανική Infektion

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

infekcja (pl) θηλυκό