indictus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαindictus, -a, -um
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος indico
Επίθετο
επεξεργασίαindictus, -a, -um
- άρρητος, που δεν λέγεται
Κλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | indictus | indicta | indictum | indictī | indictae | indicta |
γενική | indictī | indictae | indictī | indictōrum | indictārum | indictōrum |
δοτική | indictō | indictae | indictō | indictīs | indictīs | indictīs |
αιτιατική | indictum | indictam | indictum | indictōs | indictās | indicta |
κλητική | indicte | indicta | indictum | indictī | indictae | indicta |
αφαιρετική | indictō | indictā | indictō | indictīs | indictīs | indictīs |
Πηγές
επεξεργασία- indictus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.