homogène
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- homogène < λατινική homogeneus < αρχαία ελληνική ὁμογενής
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
homogène | homogènes |
homogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ομοιογενής
- ≈ συνώνυμα: cohérent, harmonieux, régulier, uni, uniforme
- ≠ αντώνυμα: hétérogène
- ομογενής