Ετυμολογία

επεξεργασία
homogène < λατινική homogeneus < αρχαία ελληνική ὁμογενής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.ʒɛn/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
homogène homogènes

homogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ομοιογενής
     συνώνυμα: cohérent, harmonieux, régulier, uni, uniforme
     αντώνυμα: hétérogène
  2. ομογενής
     συνώνυμα: analogue, même, semblable, similaire
     αντώνυμα: disparate, hétéroclite

Συγγενικά

επεξεργασία