disparate
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdisparate (fr)
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | disparate |
συγκριτικός | more disparate |
υπερθετικός | most disparate |
Επίθετο
επεξεργασίαdisparate (en)
- τελείως διαφορετικός, αλλιώτικος, ανόμοιος, διαφορετικός, διάφορος
- ποικίλος
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
disparate | disparates |
disparate (pt) αρσενικό
- η χαζομάρα