Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.te.ʁɔ.ʒɛn/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hétérogène hétérogènes

hétérogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό