homo novus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαhomo novus, πληθυντικός: homines novi
- (ιστορία, πολιτική) Ρωμαίος πολιτικός που δεν ανήκε στις παραδοσιακές, αριστοκρατικές ή πλούσιες οικογένειες της αρχαίας Ρώμης, οι οποίες μονοπωλούσαν τη συμμετοχή των γόνων τους στη δημόσια σφαίρα και στα κρατικά αξιώματα, συνεπώς ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειάς του που καταλάμβανε θέση στη Σύγκλητο ή εκλεγόταν ύπατος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- homo novus στη γαλλική Βικιπαίδεια
- homo novus στη γερμανική Βικιπαίδεια
- novus homo στην αγγλική Βικιπαίδεια