Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
holiday holidays

holiday (en)

  1. (μη μετρήσιμο, βρετανική σημασία, και holidays) η αργία, οι διακοπές, μια χρονική περίοδος που κάποιος δεν είναι στη δουλειά ή στο σχολείο
    ⮡  We have three days’ holiday.
    Έχουμε τρεις μέρες αργία.
    ⮡  school holiday - σχολική αργία
    ⮡  Christmas holiday/holidays - οι διακοπές των Χριστουγέννων
     συνώνυμα: vacation (αμερικανική σημασία)
  2. (μετρήσιμο, βρετανική σημασία) οι διακοπές, μια χρονική περίοδο ταξιδιού ή ανάπαυσης μακριά από το σπίτι
    ⮡  This year, we are going on holiday to Mexico.
    Φέτος, πάμε διακοπές στο Μεξικό.
     συνώνυμα: vacation (αμερικανική σημασία)
  3. (μετρήσιμο) η γιορτή, η αργία, μια μέρα που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πηγαίνουν στη δουλειά ή στο σχολείο, ειδικά λόγω θρησκευτικής ή εθνικής γιορτής
    ⮡  New Year’s Day is a holiday in Greece.
    Η Πρωτοχρονιά είναι γιορτή στην Ελλάδα.
    ⮡  Christmas and Easter are holidays.
    Tα Xριστούγεννα και το Πάσχα είναι αργίες.
    ⮡  May Day is a holiday for employees.
    H Πρωτομαγιά είναι μέρα αργίας για τους εργαζόμενους.
    ⮡  Is tomorrow a holiday?
    Είναι αργία αύριο;
ενεστώτας holiday
γ΄ ενικό ενεστώτα holidays
αόριστος holidayed
παθητική μετοχή holidayed
ενεργητική μετοχή holidaying

holiday (en)