holiday
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
holiday | holidays |
holiday (en)
- (μη μετρήσιμο, βρετανική σημασία, και holidays) η αργία, οι διακοπές, μια χρονική περίοδος που κάποιος δεν είναι στη δουλειά ή στο σχολείο
- ⮡ We have three days’ holiday.
- Έχουμε τρεις μέρες αργία.
- ⮡ school holiday - σχολική αργία
- ⮡ Christmas holiday/holidays - οι διακοπές των Χριστουγέννων
- ≈ συνώνυμα: vacation (αμερικανική σημασία)
- ⮡ We have three days’ holiday.
- (μετρήσιμο, βρετανική σημασία) οι διακοπές, μια χρονική περίοδο ταξιδιού ή ανάπαυσης μακριά από το σπίτι
- ⮡ This year, we are going on holiday to Mexico.
- Φέτος, πάμε διακοπές στο Μεξικό.
- ≈ συνώνυμα: vacation (αμερικανική σημασία)
- ⮡ This year, we are going on holiday to Mexico.
- (μετρήσιμο) η γιορτή, η αργία, μια μέρα που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πηγαίνουν στη δουλειά ή στο σχολείο, ειδικά λόγω θρησκευτικής ή εθνικής γιορτής
- ⮡ New Year’s Day is a holiday in Greece.
- Η Πρωτοχρονιά είναι γιορτή στην Ελλάδα.
- ⮡ Christmas and Easter are holidays.
- Tα Xριστούγεννα και το Πάσχα είναι αργίες.
- ⮡ May Day is a holiday for employees.
- H Πρωτομαγιά είναι μέρα αργίας για τους εργαζόμενους.
- ⮡ Is tomorrow a holiday?
- Είναι αργία αύριο;
- ⮡ New Year’s Day is a holiday in Greece.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | holiday |
γ΄ ενικό ενεστώτα | holidays |
αόριστος | holidayed |
παθητική μετοχή | holidayed |
ενεργητική μετοχή | holidaying |
holiday (en)
- (αμετάβατο, βρετανική σημασία) κάνω/πάω διακοπές
- ⮡ This year, we’re holidaying in Mexico.
- Φέτος, πάμε διακοπές στο Μεξικό.
- ≈ συνώνυμα: vacation (αμερικανική σημασία)
- ⮡ This year, we’re holidaying in Mexico.
Πηγές
επεξεργασία- holiday (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- holiday (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 120, 190. ISBN 9780194325684., λήμμα: αργία, γιορτή