ενικός         πληθυντικός  
gourmet gourmets

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gourmet (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) οινολόγος, αυτός που δοκιμάζει τα κρασιά
     συνώνυμα: goûteur
  2. καλοφαγάς, αυτός που του αρέσει το καλό φαΐ και το καλό ποτό, γκουρμέ

Δείτε επίσης

επεξεργασία