ενικός         πληθυντικός  
gourmette gourmettes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gourmette (fr) θηλυκό

  1. αλυσίδα που στηρίζει το χαλινάρι μέσα στο στόμα του αλόγου
  2. αλυσίδα ρολογιού ή βραχιόλι

Δείτε επίσης

επεξεργασία