γκουρμέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγκουρμέ άκλιτο
- (νεολογισμός) που σχετίζεται με το εκλεκτό φαγητό ή αναφέρεται σ’ αυτό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκουρμέ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (νεολογισμός) που του αρέσει το εκλεκτό φαγητό καθώς και η ανακάλυψη νέων και ενδιαφερουσών γεύσεων