glos
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- glos < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαglos (la) θηλυκό
- (οικογένεια) η κουνιάδα
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glos | glōrēs |
γενική | glōris | glōrum |
δοτική | glōrī | glōribus |
αιτιατική | glōrem | glōrēs |
κλητική | glos | glōrēs |
αφαιρετική | glōre | glōribus |
Πηγές
επεξεργασία- glos - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.