γαλόως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαλόως (γενική: τῆς γαλόω) θηλυκό
- (οικογένεια) η κουνιάδα, η νύφη, η γυναίκα του αδελφού ή η αδελφή του συζύγου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 122 (121-122)
- Ἶρις δ᾽ αὖθ᾽ Ἑλένῃ λευκωλένῳ ἄγγελος ἦλθεν, | εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι,
- Μηνύτρα στην λευκόχερην Ελένην ήλθ᾽ η Ίρις | και ομοιώθη με την αδελφήν του ανδρός της Λαοδίκην,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἶρις δ᾽ αὖθ᾽ Ἑλένῃ λευκωλένῳ ἄγγελος ἦλθεν, | εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 122 (121-122)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αττικός τύπος : γάλως (γενική: τῆς γάλω)
- γέλαρος (φρυγικός τύπος, για την σύζυγο του αδελφού)
Πηγές
επεξεργασία- γαλόως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαλόως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.