δαήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδαήρ, -έρος αρσενικό
- (οικογένεια) κουνιάδος, ανδράδελφος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 762
- «Ἕκτορ, ἐμῷ θυμῷ δαέρων πολὺ φίλτατε πάντων,»
- «Ω Έκτωρ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «Ἕκτορ, ἐμῷ θυμῷ δαέρων πολὺ φίλτατε πάντων,»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 180 (178-180)
- οὗτός γ᾽ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων, | ἀμφότερον βασιλεύς τ᾽ ἀγαθὸς κρατερός τ᾽ αἰχμητής· | δαὴρ αὖτ᾽ ἐμὸς ἔσκε κυνώπιδος, εἴ ποτ᾽ ἔην γε.»
- Εκείνος είναι ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων, | συνάμα βασιλιάς καλός και ανδρείος πολεμάρχος | και ανδράδελφον, έναν καιρόν, εγώ τον είχα η σκύλα»!
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οὗτός γ᾽ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων, | ἀμφότερον βασιλεύς τ᾽ ἀγαθὸς κρατερός τ᾽ αἰχμητής· | δαὴρ αὖτ᾽ ἐμὸς ἔσκε κυνώπιδος, εἴ ποτ᾽ ἔην γε.»
- ≈ συνώνυμα: λατινικά levir
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 762
Πηγές
επεξεργασία- δαήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δαήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.