πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική garnek garnki
γενική garnka garnków
δοτική garnkowi garnkom
αιτιατική garnek garnki
οργανική garnkiem garnkami
τοπική garnku garnkach
κλητική garnku garnki


  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɡarnɛk/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

garnek (pl) αρσενικό