Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική gęstość gęstości
γενική gęstości gęstości
δοτική gęstości gęstościom
αιτιατική gęstość gęstości
οργανική gęstością gęstościami
τοπική gęstości gęstościach
κλητική gęstości gęstości

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gęstość (pl) θηλυκό