πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική gąbka gąbki
γενική gąbki gąbek
δοτική gąbce gąbkom
αιτιατική gąb gąbki
οργανική gąb gąbkami
τοπική gąbce gąbkach
κλητική gąbko gąbki

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gąbka (pl) θηλυκό