Η λέξη FORBEARE γραμμένη στην ταφόπλακα του William Shakespeare.

  Ετυμολογία

επεξεργασία

forbear < (κληρονομημένο) μέση αγγλική forberen < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική forberan (απέχω, αποφεύγω, υπομένω) < (κληρονομημένο) πρωτογερμανική *fraberaną. Αναλύεται σε for- bear[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɔːˈbɛə/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /fɔɹˈbɛɚ/ (ΗΠΑ)
 

forbear (en)

  1. αποφεύγω να κάνω κάτι
    ⮡  please forbear from pressing the button - παρακαλώ αποφύγετε το να πιέσετε το κουμπί
     συνώνυμα: keep away, avoid, abstain
  2. υπομένω, ανέχομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

forbear (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. forbear - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)