forbear
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
forbear < (κληρονομημένο) μέση αγγλική forberen < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική forberan (απέχω, αποφεύγω, υπομένω) < (κληρονομημένο) πρωτογερμανική *fraberaną. Αναλύεται σε for- bear[1]
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
forbear (en)
- άλλη μορφή του forebear