ενεστώτας abstain
γ΄ ενικό ενεστώτα abstains
αόριστος abstained
παθητική μετοχή abstained
ενεργητική μετοχή abstaining

abstain (en) (αμετάβατο)

  1. απέχω, αποφασίζω να μην ψηφίσω
    I abstain from voting.
    Απέχω από την ψηφοφορία.
  2. απέχω, αποφεύγω κάτι, παραιτούμαι από την ικανοποίηση μιας επιθυμίας
    You must abstain from alcoholic drinks.
    Πρέπει ν' απέχεις από τα οινοπνευματώδη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη refrain