abstain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | abstain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abstains |
αόριστος | abstained |
παθητική μετοχή | abstained |
ενεργητική μετοχή | abstaining |
Ρήμα
επεξεργασία- απέχω, αποφασίζω να μην ψηφίσω
- ⮡ I abstain from voting.
- Απέχω από την ψηφοφορία.
- ⮡ I abstain from voting.
- απέχω, αποφεύγω κάτι, παραιτούμαι από την ικανοποίηση μιας επιθυμίας