exagium
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- exagium < exigo
Ουσιαστικό επεξεργασία
exagium ουδέτερο (δημώδης λατινική)
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | exagium | exagia |
γενική | exagiī & exagi | exagiōrum |
δοτική | exagiō | exagiīs |
αιτιατική | exagium | exagia |
κλητική | exagium | exagia |
αφαιρετική | exagiō | exagiīs |