Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.sɥi.je/
 

essuyer (fr) (μεταβατικό)

  1. στεγνώνω
    il a essuyé ses larmes - στέγνωσε τα δάκρυά του/της
  2. (κατ’ επέκταση) σκουπίζω, ξεσκονίζω
    il faut essuyer les étagères - πρέπει να ξεσκονίσεις τα ράφια
  3. (μεταφορικά) υποφέρω κάτι, υφίσταμαι
    l'équipe a essuyé une lourde défaite - η ομάδα υπέστη μια βαρειά ήττα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία