Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

essuie-main < essuyer + main

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /./

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
essuie-main essuie-mains

essuie-main (fr) και essuie-mains αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία