entrance
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
entrance | entrances |
entrance (en)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | entrance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | entrances |
αόριστος | entranced |
παθητική μετοχή | entranced |
ενεργητική μετοχή | entrancing |
entrance (en) (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή)
- ενθουσιάζω, συναρπάζω
- ⮡ He is easily entranced.
- Ενθουσιάζεται εύκολα.
- ⮡ The children were entranced by her stories.
- Είχε συναρπάσει τα παιδιά με τις ιστορίες της.
- ⮡ He is easily entranced.