entrance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
entrance | entrances |
entrance (en)
- η είσοδος, ο τόπος
- (συνήθως ενικός) η είσοδος, η ενέργεια του μπαίνω, εισέρχομαι
- (μη μετρήσιμο) η είσοδος, το δικαίωμα ή την ευκαιρία να μπω σε ένα κτίριο ή μέρος
- (μη μετρήσιμο) η είσοδος, η άδεια να γίνω μέλος λέσχης, οργάνωσης, πανεπιστημίου κτλ.
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | entrance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | entrances |
αόριστος | entranced |
παθητική μετοχή | entranced |
ενεργητική μετοχή | entrancing |
entrance (en) (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή)
- ενθουσιάζω, συναρπάζω
- ⮡ He is easily entranced.
- Ενθουσιάζεται εύκολα.
- ⮡ The children were entranced by her stories.
- Είχε συναρπάσει τα παιδιά με τις ιστορίες της.
- ⮡ He is easily entranced.