entrance
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
entrance | entrances |
entrance (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | entrance |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | entrances |
αόριστος | entranced |
παθητική μετοχή | entranced |
ενεργητική μετοχή | entrancing |
entrance (en)