Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
entryway entryways

  Ετυμολογία επεξεργασία

entryway < entry + way

  Ουσιαστικό επεξεργασία

entryway (en)

  Πηγές επεξεργασία