engage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαengage (en)
- (αμετάβατο) δεσμεύομαι ότι θα κάνω κάτι, υπόσχομαι, εγγυώμαι ότι θα το κάνω
- (στην παθητική) αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι
- (μεταβατικό) απασχολώ ή προσλαμβάνω κάποιον εργαζόμενο
- (μεταβατικό) (με την πρόθεση in) εμπλέκομαι σε μια δραστηριότητα, καταπιάνομαι με κάτι
- σύμπλεξη, δέσιμο, δέσμευση
- που κινητοποιώ τον διάλογο, που παρακινώ, ενδιαφέρω-ενδιαφέρομαι
- ....