egoista
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαegoista (it) αρσενικό ή θηλυκό
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | egoista | egoiści |
γενική (dopełniacz) | egoisty | egoistów |
δοτική (celownik) | egoiście | egoistom |
αιτιατική (biernik) | egoistę | egoistów |
οργανική (narzędnik) | egoistą | egoistami |
τοπική (miejscownik) | egoiście | egoistach |
κλητική (wołacz) | egoisto | egoiści |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαegoista (pl) αρσενικό
- ο εγωιστής
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη egoizm