Ουσιαστικό

επεξεργασία

egoista (it) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο εγωιστής ή η εγωίστρια



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) egoista egoiści
γενική (dopełniacz) egoisty egoistów
δοτική (celownik) egoiście egoistom
αιτιατική (biernik) egoistę egoistów
οργανική (narzędnik) egoistą egoistami
τοπική (miejscownik) egoiście egoistach
κλητική (wołacz) egoisto egoiści

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

egoista (pl) αρσενικό

  1. ο εγωιστής

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη egoizm