ebiscum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ebiscum < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική ἱβίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαebiscum (la) ουδέτερο (& hibiscus & hibiscum)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ebiscum | ebisca |
γενική | ebiscī | ebiscōrum |
δοτική | ebiscō | ebiscīs |
αιτιατική | ebiscum | ebisca |
κλητική | ebiscum | ebisca |
αφαιρετική | ebiscō | ebiscīs |
Πηγές
επεξεργασία- ebiscum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.