hibiscus
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- hibiscus < hibiscum < αρχαία ελληνική ἱβίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
hibiscus (la) αρσενικό (& hibiscum & ebiscum)