Ετυμολογία

επεξεργασία
dolor < λατινική dolor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /doˈloɾ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dolor (es) αρσενικό (πληθυντικός dolores)

  1. ο πόνος
  2. η θλίψη

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dolor (ca)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dolor (la) αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική dolor dolōrēs
γενική dolōris dolōrum
δοτική dolōrī dolōribus
αιτιατική dolōrem dolōrēs
κλητική dolor dolōrēs
αφαιρετική dolōre dolōribus
(γ' κλίση)