człowiek
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | człowiek | ludzie |
γενική | człowieka | ludzi |
δοτική | człowiekowi | ludziom |
αιτιατική | człowieka | ludzi |
οργανική | człowiekiem | ludźmi |
τοπική | człowieku | ludziach |
κλητική | człowieku | ludzie |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαczłowiek (pl) αρσενικό
- ο άνθρωπος