πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική człowiek ludzie
γενική człowieka ludzi
δοτική człowiekowi ludziom
αιτιατική człowieka ludzi
οργανική człowiekiem ludźmi
τοπική człowieku ludziach
κλητική człowieku ludzie

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

człowiek (pl) αρσενικό