πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) cyklista cykliści
γενική (dopełniacz) cyklisty cyklistów
δοτική (celownik) cykliście cyklistom
αιτιατική (biernik) cyklistę cyklistów
οργανική (narzędnik) cyklistą cyklistami
τοπική (miejscownik) cykliście cyklistach
κλητική (wołacz) cyklisto cykliści

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cyklista (pl) αρσενικό

  1. ο ποδηλάτης

Ταυτόσημο

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cyklista (cs) αρσενικό

  1. ο ποδηλάτης