Ετυμολογία

επεξεργασία
cosse < δημώδης λατινική °coccia < cochlea
cosse < cossard

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cosse cosses

cosse (fr) θηλυκό

  1. η φλούδα ενός οσπρίου, το περικάρπιο
  2. μεταλλικός δακτύλιος, στην άκρη ηλεκτρικού αγωγού, που χρησιμεύει στη στερέωσή του σε άλλους αγωγούς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cosse cosses

cosse (fr) θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία