cocus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cocus < coquo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcocus αρσενικό
- (άλλη μορφή του coquus) μάγειρας
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cocus | cocī |
γενική | cocī | cocōrum |
δοτική | cocō | cocīs |
αιτιατική | cocum | cocōs |
κλητική | coce | cocī |
αφαιρετική | cocō | cocīs |