πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική chłodzenie chłodzenia
γενική chłodzenia chłodzeń
δοτική chłodzeniu chłodzeniom
αιτιατική chłodzenie chłodzenia
οργανική chłodzeniem chłodzeniami
τοπική chłodzeniu chłodzeniach
κλητική chłodzenie chłodzenia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xwɔˈd͡z̑ɛ̃ɲɛ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chłodzenie (pl) ουδέτερο

  • η ψύξη, η πρόκληση μείωσης της θερμοκρασίας