carpinus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- carpinus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kar- (σκληρός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkar.pi.nus/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcarpinus θηλυκό
Υπερώνυμα
επεξεργασία- αρωμουνικά kárpinu
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | carpinus | carpinī |
γενική | carpinī | carpinōrum |
δοτική | carpinō | carpinīs |
αιτιατική | carpinum | carpinōs |
κλητική | carpine | carpinī |
αφαιρετική | carpinō | carpinīs |
Πηγές
επεξεργασία- carpinus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.